Μοναστήρι-Σπουδαστήριο στο Νησί Ιωαννίνων

#Τίτλος: Μοναστήρι-Σπουδαστήριο στο Νησί Ιωαννίνων
#φοιτήτρια: Κούτλα Β.
#επιβλέποντες: Τσιράκη Σ.
#χρονολογία: Ιούλιος 2014

#μάθημα: Διπλωματική εργασία  
#σχολή/τμήμα: Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ



Αφετηρία

Η παρούσα διπλωματική εργασία τιτλοφορείται «μοναστήρι-σπουδαστήριο στο Νησί Ιωαννίνων».  Αν και  λιτός, τούτος ο τίτλος που της δόθηκε συμπυκνώνει στο νόημα του μια ολόκληρη διαδρομή από σκέψεις, σχέσεις και αποφάσεις των οποίων το αντικείμενο  και ο τόπος μελέτης του συνδεόνται μεταξύ τους με σχέσεις ριζωματικές.

Το τρίπολο Γιάννενα-Λίμνη-Νησί

Να μιλάει  κανείς για το Νησί  σημαίνει , αναπόφευκτα, να μιλάει για τα Γιάννενα και τη λίμνη τους.  Τα τρία αυτά στοιχεία, μαζί και αναπόδραστα, επιδρούν στον τόπο και δημιουργούν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αναπτύσσεται η κοινωνία, η οικονομία και ο πολιτισμός. Τα Γιάννενα  με το Νησί αποτελούν τις πολιτείες  της ετερότητας και η Παμβώτιδα , «η τα πάντα τρέφουσα»  λίμνη, γίνεται η  έκφραση  της ανεμπόδιστης διαλεκτικής  τους,  που παίρνει διάσταση συμβολική. 

Ανάλυση του τόπου

Τα μοναστήρια του νησιού

Η ιστορία του Νησιού ταυτίζεται με  την ιστορία των εφτά μοναστηριών του.  Ο  μικρός αυτός τόπος, γνωστός και ως «Κιαφίρ Αντασί»  [Νησί των Απίστων], σπάρθηκε  κατά την Τουρκοκρατία με μικρά μοναστήρια και αποτέλεσε, για πάνω από 250 χρόνια, καταφύγιο για την ανάπτυξη των  πνευματικών δυνάμεων του τόπου. Στους κόλπους των μοναστηριών αναπτύχθηκαν σπουδαία «Σπουδαστήρια» [ ή αλλιώς «Φοιτητήρια»] που λειτούργησαν  με την ανοχή του κατακτητή και  είχαν  ως κύριο στόχο  την εκμάθηση και τη συντήρηση της λαϊκής  τέχνης. Οι ναοί και τα μοναστήρια του Νησιού  αποτέλεσαν τους καλύτερους εργοδότες για την αγιογραφία, τη ξυλογλυπτική και, κυρίως, για την ασημουργία και τη χαλκουργία, εγκαθιδρύοντας με τον τρόπο αυτό τη μακραίωνη παράδοση των Ιωαννίνων στις λαϊκές τέχνες. Παράλληλα, στα Σπουδαστήρια του Νησιού αναπτύχθηκε και η λόγια παράδοση· μοναχοί, δάσκαλοι  και μαθητές των Σχολών υπήρξαν από τους σπουδαιότερους συγγραφείς, χρονογράφους και ιστορικούς της περιόδου. Η μοναστική ζωή ξεκινά στο Νησί  κατά τον 13ο αιώνα, περίοδο ακμής τόσο για το ίδιο το Νησί όσο και για την πόλη των Ιωαννίνων.  Όλα τα μοναστήρια τοποθετούνται στο χώρο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να σχετίζονται κύρια με τη φύση και το τοπίο «ηδίστης όψεως» από βράχους, δέντρα και καλαμιώνες  μέσα στο οποίο αναπτύσσεται τούτη  η ιδιαίτερη μοναστική ζωή του Νησιού.  Ως προς τη διάταξή τους τα μοναστήρια  του Νησιού ανήκουν στην κατηγορία των «ανοικτών ελεύθερων συγκροτημάτων» (Ν. Παπαϊωάννου, «Τα ελληνικά μοναστήρια ως αρχιτεκτονικές συνθέσεις», ΕΜΠ, 1977). Πρόκειται, δηλαδή,  για συγκροτήματα περιορισμένων κτιριολογικών αναγκών που δεν σχηματίζουν ενιαίο, κλειστό περίβολο. Η έννοια της κλειστής περίκεντρης διάταξης ατονεί ,ή και εξαφανίζεται τελείως, ενώ μαζί της ατονεί  και η έννοια της εσωτερικής και απομονωμένης μοναστηριακής αυλής.  Η  σχέση του καθολικού προς τα άλλα κτίσματα εκφράζεται πλέον ελεύθερα και  η κεντρική του θέση  υποδηλώνεται, κυρίως, από το πνευματικό του περιεχόμενο. 

Η ιδέα

Η απόφαση σχεδιασμού ενός νέου Μοναστηριού-Σπουδαστηρίου στο Νησί κινείται πάνω σε δύο άξονες:  από τη μια την επιθυμία να καταστεί το Νησί εκ νέου σημείο αναφοράς για την ιστορική παράδοση του τόπου και από την άλλη την ανάγκη να διασωθούν  οι λαϊκές τέχνες που αναπτύχθηκαν εκεί.  Η σκέψη για το νέο μοναστήρι  έρχεται  σαν συνέχεια ενός δικτύου επεμβάσεων στα υπάρχοντα μοναστήρια του Νησιού ( Μουσείο του Αλή Πασά, συνεδριακό κέντρο Μ. Μεταμορφώσεως, Αρχείο της Μητρόπολης Ιωαννίνων  στη Μ. Ελεούσης ) και έχει στόχο την δημιουργία ενός νέου κόμβου στο δίκτυο αυτό. Το θέμα ακουμπά πάνω στην μακραίωνη παράδοση των μοναστηριών του Νησιού ως ταυτόχρονα θρησκευτικά και παιδευτικά κέντρα, και αφορά την αναβίωση ακριβώς αυτού του διμερούς τους χαρακτήρα. Το νέο μοναστήρι δανείζεται  τον όρο «Σπουδαστήριο» και, με τον τρόπο αυτό, απευθύνεται εν τη γεννέσει του στις δύο κοινότητες του Νησιού: αυτή των μοναχών (ως θρησκευτικό κέντρο) και εκείνη των κοσμικών (με τα εργαστήρια λαϊκών τεχνών). Ο ιδιότυπος αυτός χαρακτήρας αποτελεί τον πυρήνα της σχεδιαστικής προσέγγισης, με το βάρος να πέφτει στη συνθήκη μιας διαρκούς  μετάβασης  από ένα ευρύ εξωτερικό σε ένα στενό εσωτερικό και αντιστρόφως.

Η παρέμβαση

Η περιοχή παρέμβασης  αποτυπώνεται γεωγραφικά ως μια νησίδα γης  πάνω στο  νησί που μοιάζει, κατά κάποιον τρόπο, να αποτελεί το απώτερο σημείο. Ωστόσο, η θέση της και η σχέση της με τον τόπο είναι περισσότερο διαλεκτική απ’ όσο αρχικά φαντάζει: από τη μια πλευρά, η νησίδα συστρεφόμενη προς τα μέσα έρχεται να συνομιλήσει με τα υπόλοιπα μοναστήρια και, δυνητικά, να συνεχίσει την πορεία στον άξονά τους, ενώ από την άλλη πλευρά στο όριο της πόλης, εκφράζεται με μια σχέση πλήρως μετωπική που ενισχύει ακόμη και ως υπαινιγμό την (συμβολική) ετερότητα ανάμεσα στους δύο τόπους.Οι δύο αυτές συνθήκες μετατρέπονται συνθετικά σε άξονες. Η πορεία στο «φρύδι» του δάσους και το μέτωπο στην πόλη γίνονται, εδώ, κύριες συνθετικές γραμμές.  Σ’ αυτές προστίθεται ο άξονας Ανατολής-Δύσης ως  κεντρική συνιστώσα του θέματος κι ,έτσι, η σύνθεση οργανώνεται  σύμφωνα με τα τρία αυτά μέρη. Οι κτιστοί όγκοι γαντζώνονται ή και περιέχονται στην αγκαλιά των συνθετικών γραμμών που μεταφράζονται δομικά σε πέτρινα τοιχία. Βασικό στοιχείο της σύνθεσης αποτελεί εξ’ αρχής  και η κύρια πορεία εισόδου από την λίμνη, η οποία υλοποιεί τη σχέση του υγρού στοιχείου με τη χέρσα γη και τη μετάβαση από τον φυσικό και απτό κόσμο στον πνευματικό. Η πορεία  γεννάται σε ένα πρώτο νοηματικό επίπεδο από τους καλαμιώνες της λίμνης που δημιουργούν το πέρασμα προς τον μώλο, ενώ πραγματώνεται σε δεύτερο επίπεδο ως μια γραμμική διαδοχή που τρυπά το μέτωπο προς την πόλη για να εισέλθει στο εσωτερικό. 

Η πορεία της κύριας εισόδου

Η επίλυση της πορείας  της κύριας εισόδου αποτέλεσε μια κοπιώδη αναζήτηση. Η ταυτόχρονη ανάγνωση των άκρων της ως εκφράσεις δύο ανεξάρτητων χωρικών συνθηκών [κάτω όριο-λίμνη, πάνω όριο-κατώφλι] αλλά και ως συνδετικά στοιχεία ενός γραμμικού άξονα, αποτυπώνει την ιδιότυπη συνθήκη παραγωγής της.

Κάτω όριο-λίμνη

Η πορεία γεννάται ήδη μέσα από το νερό. Η σχέση της, ωστόσο, με τη γη μοιάζει να μην μπορεί να είναι αδιάσπαστη. Η ακτογραμμή λειτουργεί ανάμεσά τους ως όριο και το βραχώδες μέτωπο των τεσσάρων μέτρων επιφορτίζει τη συνθήκη του διαχωρισμού. Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά σε ένα σκληρό όριο που εμποδίζει τη φυσική συνέχεια της πορείας, αλλά και που την ίδια στιγμή αποτελεί το σημείο-κόμβο που δύναται να την πραγματώσει. Στο πλαίσιο αυτής της προβληματικής, ως επίλυση τίθεται  η δημιουργία ενός κάθετου σημείου υπό την μορφή πύλης, το οποίο έρχεται  να  παραλάβει την κίνηση από χαμηλά και να την μεταφέρει ψηλά ώστε αυτή διαδοχικά να φτάσει στο πέρας. Σε ένα συμβολικό επίπεδο η πύλη μεταφράζεται ως η αφετηρία της μετάβασης, το σημείο της ελεύθερης επιλογής από το οποίο αρχίζει εμπειρία του μοναστηριού.

Πάνω όριο-κατώφλι

Ο άξονας της εισόδου σχεδιάζεται  ταυτόσημος  με τον μνημειακό άξονα της σύνθεσης. Αυτό σημαίνει πως λειτουργεί  όχι μόνον ως διαδικασία μετάβασης από ένα ευρύ εξωτερικό σε ένα στενό εσωτερικό αλλά και ως διαδικασία μύησης προς μια τελετουργία που βρίσκει την πραγμάτωσή της στο καθολικό. Η είσοδος, δηλαδή, αποτελεί το κατώφλι, τον ενδιάμεσο χώρο που μετέχει ως τόπος στην εμπειρία του χωρικού νοήματος και που προετοιμάζει το πέρασμα προς αυτό, σωματικά και νοητικά. Με τη σειρά του, το καθολικό αποτελεί τον πυκνωτή  του νοήματος και οφείλει, με τους όρους αυτούς,  να νοηθεί ως ολότητα και, μάλιστα, καταληκτική.  Η διερεύνηση μιας τέτοιας ολότητας  σταδιακά απομακρύνεται από την αντιμετώπιση του καθολικού ως αυθύπαρκτου χώρου. Αντίθετα, ερευνάται, εδώ, η  ιδέα της «περιέχουσας δομής», στην οποία το καθολικό μαζί με το καμπαναριό αποτελούν μια  ενότητα, έναν  χώρο ζωής στους κόλπους του οποίου καταλήγει η πορεία εισόδου. 

Ο υπαίθριος χώρος


Μαζί με την έννοια της «περιέχουσας δομής» ανακύπτει και η έννοια του υπαίθριου χώρου. Ο υπαίθριος χώρος δεν αντιμετωπίζεται, εδώ, ως το αρνητικό του κτιριακού όγκου αλλά ως πυρήνας του θέματος, ως ο χώρος που ζωοποιεί με την παρουσία του τα κτίρια που τον περιβάλλουν.  Κάθε επίπεδο υπαίθριου  χώρου αποκτά ως μέρος της σύνθεσης  ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά , συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην σταδιακή  οικειοποίηση του μοναστηριακού χώρου και στην αναγωγή του,εν τέλει,  σε ευρύτερο όλον.



#Title: Μonastery-Αrtisan workshop in the Island of Ioannina
#Students: Koutla V.
#Supervisors: Tsiraki S.
#Year: July 2014
#Course: Diploma Thesis
#School: NTUA School of Architecture


Starting point

The present thesis is entitled “monastery-artisan workshop in the Island of Ioannina”. Although this given title may at first seem austere, it concentrates in its very core a whole network of thoughts, relations and decisions of which the subject and the place of intervention are deeply rooted to one another. 

The tripole [Ioannina-Lake-Island]

Talking about the Island almost inevitably means talking about the city of Ioannina and its lake. These three elements, altogether, impinge upon the place and create the particular circumstances under which society, economy and culture are evolving through time. Ioannina and the Island form the cities of alterity, while Pamvotis ,“the feeding lake” in between, becomes the expression of the unhindered and, even symbolic, dialectics of the two places.

Analysis

The monasteries

The history of the Island and that of its seven monasteries coincide. During the Othoman period the small Island of Ioannina was seeded from monasterial settlements which functioned for over 250 years providing the ground for the development and evolution of Ioannina’s spiritual forces. In the core of the monasterial settlements great artisan workshops were founded, aiming at the mainetenance and the training of the Island’s traditional arts and crafts. Since the 13th century these seven monasteries have been the best employers for iconography, woodcarving and , especially, silversmith and coppersmith, thus establishing Ioannina’s deep tradition in popular arts.

The proposal

The decision of designing a new monastery-artisan workshop in the Island of Ioannina is grounded on two main axes. On the one hand, it is based on the profound will of re-establishing the Island as a significant point of reference for the historic tradition of Ioannina, while on the other hand the decision refers to the necessity of preserving the local arts and crafts that are about to be extinct. The idea of the new monastery comes as a continuation of the ongoing network of interventions on the existent monasteries and suggests the creation of a new node on this exact network. The architectural focus is placed on the traditional character of the Island’s monasteries as religious and educational centres at the same time. The proposal identifies the  relationship of the two functions as a constant process of physical as well as intellectual transition from “outside” to “inside” and vice versa. Incented by the philosophical meaning of such a transition, the proposal tries to engage theories of space into a synthesis of introvert and extrovert characteristics. Dipoles such as “built-unbuilt”, “shadow and light”, “matter and spirit” are predominant features of the composition.
















































No comments :

Post a Comment

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...