#τίτλος: Πράττοντας το Καθημερινό / Acting in Everyday Life
#φοιτητές: Ελένη
Μαστρογεωργοπούλου, Χρήστος Πολυμέρης / Eleni Mastrogeorgopoulou, Christos Polymeris
#επιβλέποντες: Δημήτρης Φράγκος, Εύη Αθανασίου / Dimitris Fragkos, Evi Athanasiou
#χρονολογία: 2015
#μάθημα: διπλωματική εργασία
#σχολή: Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Α.Π.Θ.
Πράττοντας το Καθημερινό - Σύνοψη
Η ιδέα της παρούσας διπλωματικής εργασίας προέκυψε μέσα από μια διάθεση να αναστοχαστούμε πάνω στην υπάρχουσα αρχιτεκτονική πρακτική και με πρόθεση να επανανοηματοδοτήσουμε τη λεγόμενη αρχιτεκτονική σχεδιαστική διαδικασία. Αρνούμενοι τόσο τον ακαδημαϊσμό του πανεπιστημίου όσο και το σύστημα της κοινωνίας, τοποθετούμε τους εαυτούς μας ως ετερότητες ανάμεσα στο πλήθος, όπου αναζητούμε τη συνάντηση με τους Άλλους. Επαναπροσδιορίζοντας την αρχιτεκτονική διαδικασία επανανοηματοδοτούμε το δίπτυχο της ανάλυσης - σύνθεσης μέσα από τις έννοιες της περιπλάνησης και της κατοίκησης, όπως τις δανειστήκαμε τόσο από τους καταστασιακούς όσο και από τους καλλιτέχνες του δρόμου και τους πολεοδόμους της εξέγερσης.
Αρχικά, επιχειρώντας να προσεγγίσουμε εννοιολογικά τη διαδικασία,
δομήσαμε ένα θεωρητικό σχήμα που διακρίνεται σε τρία μέρη:
1ο: Εαυτός
Υποκείμενο
2ο: Άλλοι
1η: Περιπλάνηση
Πράξη
2η: Κατοίκηση
1ο: Γραφή
Αντικείμενο
2ο: Έργο
Πράξη 1η
Θεωρώντας το κέντρο της πόλης κατεξοχήν πεδίο συναντήσεων και συγκρούσεων, πραγματοποιήσαμε δυο περιπλανήσεις στο κέντρο της πόλης μας, αναζητώντας κενούς - ανοίκειους χώρους (ακατοίκητα κτίσματα, ακάλυπτους χώρους, άκτιστα οικόπεδα, ταράτσες, αδιέξοδους δρόμους, εργοτάξια) και παρατηρώντας σημάδια οικειοποίησης/περίφραξης (υποκείμενα, ίχνη, πατίνα, υπόλοιπο, όρια). Επιχειρήσαμε να επανανακαλύψουμε την πόλη όπου κατοικούμε από την οπτική γωνία ενός παρατηρητή, περιπλανώμενοι στους δρόμους ανάμεσα στο πλήθος. Έπειτα, μέσα από ορισμένες πειραματικές μεθόδους, συγκρίναμε 4 κενούς - ανοίκειους χώρους σε διαφορετικές περιοχές της πόλης με σκοπό να εξετάσουμε τις δυνατότητες μιας πιθανής παρέμβασης και εντέλει επιλέξαμε τον ακάλυπτο της οδού Αγίας Σοφίας, 82Β.
Ο χώρος αυτός περιβάλλεται από μεγάλες πολυκατοικίες και περιέχει στη μέση ένα μικρό ερειπωμένο σπίτι κι ένα άκτιστο οικόπεδο. Στην πραγματικότητα, το οικόπεδο αυτό είναι το απομεινάρι της κατεδάφισης ενός άλλου σπιτιού που μοιραζόταν έναν κοινό τοίχο με το πρώτο. Τώρα και οι δύο χώροι παραμένουν εγκαταλελειμμένοι. Στην περιοχή του δρόμου της Αγίας Σοφίας αναγνωρίσαμε μια ιδιόρρυθμη κατάσταση, όπου η κρατική παρέμβαση φθίνει, ενώ ταυτόχρονα απουσιάζει και η αυτοκατασκευή. Παράλληλα, η κατανάλωση και η κατοίκηση του χώρου συνυπάρχουν δημιουργώντας ένα εξαρθρωμένο τοπίο. Ο εξαρθρωμένος χώρος αυτής της γειτονιάς και η αδράνεια των κατοίκων της θεωρούμε ότι αναδεικνύουν την αναγκαιότητα ενός μετασχηματισμού, και την δυναμική μιας παρέμβασης στα πλαίσια της δικής μας πρακτικής.
Πράξη 1η ½
Ανάμεσα στην πράξη της περιπλάνησης και στην πράξη της κατοίκησης, μεσολάβησε και η πράξη της συλλογής πρώτης ύλης, χωρίς την οποία η επιτελούμενη εγκατάσταση δε θα ήταν ποτέ εφικτή. Αποφασίσαμε να μην προμηθευτούμε υλικά από την αγορά, αλλά να συλλέξουμε πεταμένα αντικείμενα από τους δρόμους της πόλης και να τα επαναχρησιμοποιήσουμε. Τελικά, επιλέξαμε ως πρώτη ύλη τα ξύλινα παντζούρια και παραθυρόφυλλα που «φτύνουν» τα σύγχρονα κτίρια στους δρόμους.
Πράξη 2η
Στη συνέχεια, μέσα από μια πράξη κατοίκησης, δρώντας μοναχικά, στα χνάρια του γκραφιτά, επιχειρήσαμε να πραγματοποιήσουμε ένα αρχιτεκτονικό συμβάν. Ωστόσο, η κυριολεκτική μεταφορά της πρακτικής της τέχνης του δρόμου στην περίπτωσή μας είναι ανέφικτη, εφόσον η (άμεση ή έμμεση) επικοινωνία με τους κατοίκους της γειτονιάς είναι αναπόφευκτη. Ταυτόχρονα, η πραγματική εμπλοκή των κατοίκων στο έργο μοιάζει δύσκολη στο βαθμό που η τοπική κοινωνία είναι ανέτοιμη να αυτοοργανωθεί γύρω από τέτοια εγχειρήματα. Παίζοντας με τι λέξεις επιτέλεση (performance) και εγκατάσταση (installation), ονομάσαμε αυτό το αρχιτεκτονικό συμβάν “επιτελούμενη εγκατάσταση”. Η παρέμβασή μας σκοπεύει να αποτελέσει ένα βήμα προς την οικειοποίηση του χώρου και να δημιουργήσει μια στιγμή εξαίρεσης στην καθημερινή ζωή της γειτονιάς, η οποία οικοδομεί την δυνητική ολική αλλαγή της πόλης και της κοινωνίας.
Κατά τον σχεδιασμό της εγκατάστασης, διατηρήσαμε (από φυσική σκοπιά) την πρωταρχική δομή του υλικού μας, δηλαδή την 180ο περιστροφή γύρω από έναν κατακόρυφο άξονα, αλλά καταργήσαμε (από κοινωνική σκοπιά) την χρήση του, δηλαδή την σύνδεση ή τον διαχωρισμό ενός «μέσα» και ενός «έξω». Επιπλέον, αποκολλήσαμε τα στοιχεία αυτά από τις πολυκατοικίες και τα μεταφέραμε διάσπαρτα στον υπαίθριο χώρο, αμφισβητώντας την αξία της ιδιωτικότητας και διαμορφώνοντας εν δυνάμει προσωπικούς και συλλογικούς χώρους στον κοινό χώρο του ακαλύπτου. Διατάξαμε τα στοιχεία μας στα χνάρια του κατεδαφισμένου κτίσματος, επιχειρώντας να προκαλέσουμε την ανάμνηση μιας κατάστασης του χώρου από το παρελθόν, να επιτρέψουμε ένα προσωπικό ή/και συλλογικό παιχνίδι διαμόρφωσης του χώρου στο μέλλον και φυσικά, να δημιουργήσουμε έναν καθημερινό χώρο εν δυνάμει συνάντησης και επικοινωνίας στο παρόν.
Μιλώντας με γείτονες, περαστικούς και φίλους, αισθανθήκαμε ότι ο περισσότερος κόσμος εκτίμησε το έργο μας, αλλά από την άλλη πλευρά, περνώντας αρκετές ώρες μέσα στην εγκατάσταση και εμείς οι ίδιοι, παρατηρήσαμε ότι ο κόσμος δίσταζε να οικειοποιηθεί το χώρο. Η καθημερινότητα πάντα αποσπά τους ανθρώπους από τέτοια εγχειρήματα. Επιπλέον, στις μέρες μας, η φτώχεια του πληθυσμού σε αυτή την περιοχή της πόλης καθιστά αυτά τα εγχειρήματα δευτερεύοντα στις προτεραιότητες του. Ωστόσο, αυτή η πράξη σίγουρα κινητοποίησε τους κατοίκους να ξανασκεφτούν τον κοινό χώρο, ανοίγοντας το δρόμο για επόμενα πιθανά εγχειρήματα.
Όπως και να ‘χει, το έργο μας δεν προοριζόταν ποτέ να γίνει τέλειο. Είναι απλώς ένα κομμάτι μιας συνεχούς προσπάθειας για την αλλαγή της πόλης και της κοινωνίας που βασίζεται αναπόφευκτα στη μέθοδο της δοκιμής και του λάθους. Η επιτελούμενη εγκατάσταση ανήκει πλέον στο παρελθόν, αλλά υποθέτουμε ότι παραμένει ζωντανή στη συλλογική μνήμη των κατοίκων της πόλης. Σίγουρα παραμένει ανοιχτή ως μια διαδικασία επανοικειοποίησης των κενών - ανοίκειων χώρων της σύγχρονης πόλης μέσα από το πράττειν στην καθημερινή ζωή. Ανυπομονούμε τώρα να συνεχίσουμε την προσπάθειά μας σε έναν άλλον τόπο, σε οποιαδήποτε πόλη ή χώρα.
Acting in Everyday Life - Abstract
The idea for this work arose through a willingness to rethink upon the current architectural practice and with an intention to redefine the so-called architectural design process. Refusing both the academicism of the university and the system of society, we place ourselves as otherness among the multitude, where we seek for encounters with others. Rethinking on the architectural process we redefined the diptych of analysis - synthesis through the concepts of wandering and re-inhabitation, as we borrowed them by the situationists, and the street artists and the guerrilla urbanists respectively.
Initially, trying to approach conceptually the process, we structured a theoretical scheme that is divided in three parts:
1st: Self
Subject
2nd: Others
1st: Wandering (Derive)
Praxis
2nd: Re-inhabitation
1st: Writing
Object
2nd: Work (not Project)
Praxis 1st
Considering the city center as a major field of encounters and conflicts, we performed a praxis of double wandering (dérive) in the center of our home city, looking for vacant - uninhabited spaces (empty buildings, uncovered spaces, unbuilt lots, terraces, dead-end streets, construction sites) and observing signs of re-appropriation or abandonment (persons, traces, patina, remnants, limits). We intended to rediscover our city from the perspective of an observer, wandering around the streets among the multitude. Then, through several experimental technics, we compared 4 vacant - uninhabited spaces in different areas of the city in order to examine the possibility of an intervention and eventually we chose an uncovered space in Agia Sophia street, 82B.
This space is surrounded by big blocks and contains in the middle a small old house and a vacant lot. In fact, this lot is the remnant of the demolition of another house that shared a common wall with the first one. Now both spaces remain abandoned. In the area of Ag. Sophia street we recognized a peculiar situation, where state intervention is decreasing while auto-construction is also missing. At the same time, the consumption and inhabitation of space coexist creating a deconstructed place. We regard that the deconstructed place of the neighborhood as well as the inhabitants’ inaction highlight the necessity of a transformation and the potentials of an intervention inside the frames of our practice.
Praxis 1st ½
In between the praxis of wandering and that of re-inhabitation, we inserted a praxis of collection of raw material, without which our installation would never be possible. Instead of purchasing materials from the market, we decided to collect discarded objects from the streets of the city and reuse them. Eventually, we chose as raw material the wooden windows and shutters that contemporary buildings throw in the streets.
Praxis 2nd
Afterwards, through a praxis of re-inhabitation, acting solitarily - on the footsteps of graffiti artists - we attempted to perform an architectural event. However, the literal translation of the street art practice in our case is infeasible insofar as the (direct or indirect) communication with the inhabitants of the neighborhood is inevitable. At the same time, the real involvement of the inhabitants in the work seams also difficult insofar as the local community is unready to organize themselves around such ventures. Playing with the words performance and installation, we called our event “performed installation”. Our intervention was meant to be a step towards the re-appropriation of space and create a moment of exception in the daily life of the neighborhood, which builds a potential total change of city and society.
During the design and construction of the installation, we maintained (from a physical point of view) the primary structure of our material, namely the 180ο rotation around a vertical axis, but we rejected (from a social point of view) its’ use, namely the connection or separation of an “inside” and an “outside”. Furthermore, we detached the items from the blocks and transferred them in the open space, questioning the value of privacy and forming potential personal and collective spaces in the common area of the vacant lot. We ordered our items on the traces of the demolished house creating subspaces in order to evoke the memory of a situation of the site in the past, to allow a personal and collective play of transforming space in the future and of course, to create an everyday place for encounters in the present.
Communicating with neighbors, passers and friends, we felt that most people appreciated our work, but on the other hand, passing quite a lot of hours in the installation ourselves, we noticed that people hesitated to appropriate the space. Everyday routine always distracts people from such ventures. Furthermore, nowadays, the poverty of the population at this area of the city renders such ventures into secondary priorities. However, this act definitely motivated people to rethink upon common space opening the way for the next potential ventures.
Anyway, our work was never meant to be perfect. It is just a part of a constant effort towards the change of city and society that is based inevitably on the method of trial and error. The performed installation belongs now to the past but we suppose that it remains alive on the collective memory of the inhabitants of the city. It certainly remains open as a process of re-appropriation of vacant - uninhabited spaces in the contemporary city though acting in everyday life. We now look forward to continue our effort in another place, in any city or country.
No comments :
Post a Comment